χρησμοδοτεῖ

χρησμοδοτεῖ
χρησμοδοτέω
give oracles
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
χρησμοδοτέω
give oracles
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφονδυλόμαντις — άντεως, ὁ, ἡ, Α αυτός που χρησμοδοτεί παρατηρώντας τις κινήσεις τού σφοντυλιού σε περιστρεφόμενο αδράχτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • φοιβαστικός — ή, όν, Α [φοιβάζω] 1. αυτός που εμπνέεται από τον Φοίβο, προφητικός 2. φρ. «φοιβαστικὸς χρησμῶν» αυτός που χρησμοδοτεί (Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”